- γεγαῶτες
- γίγνομαιcome into a new state of beingperf part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιρροιζώ — ἐπιρροιζῶ, έω (Α) [ροιζώ] 1. έπιρροιβδώ 2. (με σύστ. αιτ.) αναγκάζω κάποιον με σφυρίγματα και φωνές να φύγει («καὶ τοιαύτας τῷδ’ ἐπιρροιζεῑς φυγάς», Αισχύλ.) 3. (για βέλος) κάνω θόρυβο, σφυρίζω («καὶ δόνακες γεγαῶτες ἐπερροίζησαν ὀϊστοί», Νόνν.)… … Dictionary of Greek